- ελαίωση
- η (Α ἐλαίωσις)νεοελλ.1. χρίση, επάλειψη με λάδι, λάδωμα2. ναυτ. η αναταραχή τών υδάτων προς το προσήνεμο τού πλοίου που ελαττώνει την ταχύτητά του περιμένοντας βελτίωση τού καιρούαρχ.1. θεραπεία με λάδι2. (αλχημ.) μετατροπή τής συστάσεως ενός σώματος σε ελαιώδη.
Dictionary of Greek. 2013.